ψυχροθεραπευτικός

ψυχροθεραπευτικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχροθεραπεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχροθεραπευτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχροθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + θεραπεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”